- μελαναίων
- μελαναίωνthe part of a ship covered with pitchmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαναίων — μελαναίων, ωνος, ὁ (Α) το μέρος τού πλοίου που είναι αλειμμένο με πίσσα … Dictionary of Greek